Η ΚΡΥΦΗ ΣΥΝΟΥΣΙΑ ΤΗΣ ΔΙΑΦΘΟΡΑΣ




Φτάσαμε στην παραλία γύρω στις έξι η ώρα το απόγευμα. Ένας μικρός κολπίσκος με δέντρα τριγύρω. Εγώ έστησα τη σκηνή και η Αλίκη ετοίμασε ένα πρόχειρο φαγητό, μια φρουτοσαλάτα με λίγο γιαούρτι. Εκείνη τη χρόνια δε θα έπαιρνα άδεια. Μόνο Σαββατοκύριακα, στιγμές. Ήταν όλα έτσι όπως έπρεπε να είναι. Η σκιά έβαφε πράσινα τα παγωμένα νερά και έτσι όπως έπαιζε το φως έβλεπες σμαράγδια. Φάγαμε και κάναμε ένα τσιγάρο αγκαλιά. Είχαμε ανάψει μια μικρή φωτιά. Μακριά από τα φώτα της πόλης ο ουρανός έγινε θέατρο, η θάλασσα οθόνη. Απλά καθίσαμε. Ακριβώς αυτό που χρειαζόμασταν. Ξέρετε, δουλεύουμε και οι δυο για να τα βγάλουμε πέρα. Είναι δύσκολο. Πίεση. Άγχος, χάνω τα μαλλιά μου. Πάντως ήταν τέλεια. Μια στιγμή που μας ανήκε. Ήταν για εμάς. Ένα δώρο. Μέχρι που ήρθαν αυτοί.
Εμφανίστηκαν λίγο μετά το σούρουπο από ένα μικρό μονοπάτι. Τρομάξαμε. Δυνατά γέλια σαν ουρλιαχτά. Βλέπαμε τους θάμνους να κουνιούνται καθώς πλησίαζαν. Τα γέλια, ουρλιαχτά να γίνονται κραυγές. Έπιασα μια πέτρα. Είχα πανικοβληθεί.
Κατέβηκαν στην παραλία. Τέσσερις νέοι με κοτσίδα γύρω στα 20 και ένας 55ρης με μακριά γκρίζα μαλλιά, ξερακιανό πρόσωπο και γαμψή μύτη. Φορούσαν μαύρα μπλουζάκια, τζιν παντελόνι και τζιν μπουφάν. Όλοι τους κρατούσαν ακουστικές κιθάρες.
Ήρθαν και κάθισαν ακριβώς μπροστά από τη σκηνή μας, τριγύρω από τη φωτιά. Ο 55ρης με ρώτησε: "Φίλε ήρθαμε να αράξουμε λίγο, δε σε ενοχλεί ε; Ελάτε, έχουμε χύμα κρασί και ωραία ρατσί ωρέ κοπέλια."
Το τελευταίο το είπε με έντονα ψεύτικη κρητική προφορά. Κοίταξα την Αλίκη. Σήκωσε του ώμους της. Η παραλία δε μας ανήκει. Πήρα μια ανάσα. Γύρισα προς το μέρος των ξένων:
"Όχι παιδιά, ευχαριστούμε, εμείς αράζουμε εδώ λιγάκι για ησυχία. (Παύση, ανάσα) Αράξτε αν θέλετε."
Οι πέντε τους κάθισαν σε κύκλο γύρω από τη φωτιά και άρχισαν να κουρδίζουν τις κιθάρες. Δεν είχα καταλάβει πως πέρασε η ώρα η νύχτα είχε πέσει για τα καλά. Φαίνεται πως είχε συννεφιά γιατί ο ουρανός είχε σκοτεινιάσει. Ελπίζω να μην βρέξει.
"Παιδιά σίγουρα δε θέλετε κάτι να πιείτε; Ελάτε στην παρέα μας!"
 Φώναξε ο 55ρης. Ξανάκοιταξα την Αλίκη.
"Ας μην είμαστε τόσο ακοινώνητοι, εντάξει πιτσιρίκια ή Κνίτες ειναι και ένας "περίεργος".
"Έλα, χέστο, δεν μπορούμε να το αποφύγουμε" μου είπε και με φίλησε στο μάγουλο. Σηκωθήκαμε και πήγαμε προς την παρέα τους. Συστηθήκαμε. Δεν μπόρεσα να συγκρατήσω ονόματα. Ποτέ δεν τα πήγαινα καλά με τα ονόματα. Πάντα έβρισκα τρόπους να τη σκαπουλάρω όμως. Το "φίλε" αντί για όνομα συνήθως δούλευε καλά. Τουλάχιστον για ένα άτομο. Εδώ είχες πέντε, καρμπόν ο ένας με τον άλλο. Μόνο τον μεγαλύτερο σε ηλικία έμαθα, Φίλιππος.

Είχαν έρθει για να αράξουν στην παραλία το βράδυ από το κοντινό χωριό. Κιθάρες και σλιπινγκ μπαγκ. Το έκανα και γω μικρότερος. Κλασσικός τρόπος για να ρίξεις γκόμενα στα 20 σου. Κάπως έτσι θα ήταν και το σχέδιο τους, σκέφτηκα, αλλά κατέληξαν να σολάρουν, αυτοί και οι κιθάρες τους.
Άνοιξαν ένα μπουκάλι κρασί και άρχισαν να πίνουν από μέσα σε κύκλο. Ο Φίλιππος είχε όρεξη για κουβέντα και πέταγε τις ερωτήσεις σαν πολυβόλο:
"Σας αρέσει η παραλία μας;"
"Μόνοι σας εδώ;"
"Πήγατε στο χωριό;"
"Δουλεύετε;"
"Κάνετε συχνά ελεύθερο κάμπινγκ;"
"Που άλλου έχετε πάει;"
"Που σκοπεύετε να πάτε;"
"Που προτείνετε να πάω;"
"Είναι καλά εκεί;"
"Τι έχετε σπουδάσει;"
"Πως τα περνάτε;"
"Ποια η άποψή σας για την κρίση;"

Όλες οι ερωτήσεις που μισούσα. Μισώ το κουβεντολόι. Προτιμώ την ησυχία και να αφήνω τη συζήτηση να έρθει μόνη της. Όλες αυτές οι ερωτήσεις είναι ανακριτικά εργαλεία ανεγκέφαλων που προσπαθούν ντε και καλά να γίνουν φιλικοί ενώ στην πραγματικότητα καταντούν σπασαρχίδες. Και ο Φίλιππος ήταν ένας από αυτούς. Από μέσα μου φώναζα: βούλωσέ το, βγάλε το σκασμό. Αλλά εκείνος απτόητος, σα να διάβαζε το μυαλό μου και να είχε βάλει σκοπό να με κάνει έξω φρενών.

Η Αλίκη από την άλλη έμοιαζε υπνωτισμένη από τον καταιγισμό ερωτήσεων (πόση ώρα κουρδίζουν τα όργανα; Μου θύμισε έναν τύπο που είχα γνωρίσει παλιά, σχεδόν χίππης που εντελώς κλασμένος προσπαθούσε να κουρδίσει έναν τζουρά επί δύο ώρες). Ιδιαίτερα ο τύπος στα αριστερά μου έδειχνε απίστευτο επίπεδο ασχετοσύνης. Του πήρα την κιθάρα από τα χέρια-δεν άντεξα- άσε να σε βοηθήσω.....εεε (πως σκατά τον λένε;) φίλε, άσε να την κουρδίζω εγώ.
"Παιδιά δε σας πειράζει να πούμε ένα τραγουδάκι;" Είπε ο Φίλιππος.
"Έτσι κάνα έντεχνο μιας και το τραβάει η παραλία. Ελπίζω να σας αρέσει το έντεχνο."
"Όχι", είπε η Αλίκη, "παίξτε ότι θέλετε, χαλαρά παιδιά."
Άρχισαν να παίζουν ένα χιτακι των Κλικ Κλαξ: Η συνουσία είναι κρυφή, η συνουσία είναι κρυφή της διαφθορααας.
Το ίδιο πράγμα επί μία ώρα, ένα ατελείωτο τζαμάρισμα πάνω σε τρεις συγχορδίες. Μπανάλ, μουδιασμένοι στίχοι χωρίς νόημα. Ένα σατανικό μάντρα σε επανάληψη. Μιζέρια, σκοτεινή μιζέρια. Ένιωθα να θολώνω. Η Αλίκη έμοιαζε εντελώς υπνωτισμένη (βαρεμάρα είναι, γιατί σκέφτηκα υπνωτισμένη;). Κοίταξα προς τη θάλασσα. Για μια στιγμή μου φάνηκε πως ήμασταν ανάποδα. Σαν να ήμασταν κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας, στα σκοτεινά νερά, σαν να έπρεπε να κολυμπήσω προς την επιφάνεια της θάλασσας για να αποφύγω τον πνιγμό ( ηρέμησε, σε χάλασε το τσιγάρο και το κρασί).
Με έπιασε πανικός. Κάτι δεν πήγαινε καλά. Η παρέα των πέντε ξένων με κοίταζε με να απόκοσμο χαμόγελο. Η Αλίκη είχε κλειστά τα μάτια και τραγουδούσε το κομμάτι των Κλικ Κλαξ. Μια γλιτσερή μυρωδιά σαπίλας γέμισε τα ρουθούνια μου. Μια αποπνικτική οσμή που έφερνε αναγούλα. Άρπαξα τον ώμο της Αλίκης. Ξύπνησε. Της ψιθύρισα ότι κάτι δεν πάει καλά και ότι καλό θα ήταν να φύγουμε. Με κοίταξε πανικόβλητη. Το είχε καταλάβει και η ίδια.
Σηκώθηκα (βρες μια δικαιολογία).
"Παιδιά", είπα, "πάμε μια μέχρι το αυτοκίνητο να βρούμε κάνα περίπτερο ανοιχτό" (σου έβαλαν κάτι στο κρασί, ναι το κρασί ειναι, αλλά πως, αφού πίνουν και αυτοί). "Πάμε να πάρουμε καπνό και χαρτάκια" (μαλακία, γίνεσαι παρανοϊκός, τι κανείς; Γίνεσαι ρεζίλι. Κάτσε δεν τρέχει τίποτα. ΠΟΣΕΣ ΦΩΝΕΣ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΣΤΟ ΚΕΦΑΛΙ ΜΟΥ;).
Ο Φίλιππος σηκώθηκε. Μου χαμογέλασε.
"Ηρέμησε" μου είπε, "κάτσε να τραγουδήσεις μαζί μας. Έχουμε εμείς καπνό και χαρτάκια."

Οι κιθάρες δυνάμωσαν. Κοίταξα την Αλίκη, με κοίταξε και συμφώνησε. Αρχίσαμε να τρέχουμε προς το αυτοκίνητο (ΜΗΝ ΤΡΕΧΕΙΣ, ΜΕΙΝΕ -ΟΧΙ ΦΥΓΕ ΒΛΑΚΑ ΚΑΤΙ ΤΡΕΧΕΙ-ΠΟΙΟΣ ΕΙΣΑΙ;). Το αυτοκίνητο ήταν στα 200 μέτρα. Το έδαφος άρχισε να τρέμει, ο ουρανός από μαύρος είχε γίνει κόκκινος.
"ΤΙ ΣΚΑΤΑ ΣΥΜΒΑΙΝΕΙ;" Φώναξα.

Από πίσω μας, οι τέσσερις πιτσιρικάδες με τον Φίλιππο να μας κυνηγάνε. Να τραγουδούν, όχι, δεν τραγουδούσαν, έψελναν το τραγούδι των Κλικ Κλαξ. Με μια φωνή. Ακούγαμε μια φωνή. Η φωνή του Φίλιππου.
Μπήκαμε στο αυτοκίνητο. Έβαλα μπρος. Το αμάξι δεν κουνιόταν. Το κράταγαν ακινητοποιημένο ο Φίλιππος και η παρέα του. Το τραγούδι τους μας τρύπωνε στο μυαλό. Οι στίχοι τρύπωναν σαν ζέστη πίσσα μέσα στο νου μας. Η Αλίκη άρχισε να τραγουδάει.
Τότε κατάλαβα, οι πέντε τους, σε κύκλο, το τραγούδι-ύμνος, πεντάλφα. Μου είχε πει η γιαγιά μου ιστορίες για δαίμονες που σου έπαιρναν τα μυαλά. Δεν μπορεί, κάτι άλλο συμβαίνει. Δεν ειναι δυνατόν, είμαι άθεος, ορθολογιστής (ΑΝΟΙΞΕ ΤΗΝ ΠΟΡΤΑ ΚΑΙ ΤΡΑΓΟΥΔΑ ΜΑΖΙ ΜΑΣ ΕΙΝΑΙ ΩΡΑΙΑ ΝΑ ΕΙΣΑΙ ΜΑΖΙ ΜΑΣ).
Ο Φίλιππος είχε μεταμορφωθεί σε ένα φρικτό ον που το ανθρώπινο μυαλό δεν μπορούσε να κατανοήσει. Οι τέσσερις φίλοι του ήταν τώρα πλοκάμια που εμφανίζονταν σε άλλες διαστάσεις, σαν να είχε στρεβλωθεί η πραγματικότητα σαν χαρτί γύρω από το αυτοκίνητο (ΒΓΕΣ ΕΞΩ ΚΑΙ ΤΡΑΓΟΥΔΑ ΜΑΖΙ ΜΑΣ).
Κοίταξα το ράδιο, μέσα του ένα cd των sodom...έντεχνο... sodom... Πάτησα αμέσως το play. Δυνάμωσα την ένταση.
Τα ηχητικά κύματα της thrash metal ξεγύμνωσαν το φρικτό τέρας. Σαν φίδι που αλλάζει δέρμα άρχισε να διαλύεται. Η Αλίκη βγήκε από το λήθαργο και τρομοκρατημένη άρχισε να ουρλιάζει. Πάτησα γκάζι ξανά. Το τέρας αποπροσανατολισμένο έχασε την ισορροπία του και έκανε ένα βήμα προς τα πίσω απελευθερώνοντας το αμάξι απο τα πλοκάμια του. Έκανα όπισθεν και πήρα φορά.
"ΑΝΤΕ ΚΑΙ ΓΑΜΗΣΟΥ ΚΑΡΙΟΛΗ ΕΝΤΕΧΝΕ", ούρλιαξα και όρμησα κατα πάνω του. Το τέρας έπεσε από το γκρεμό πάνω σε κάτι βράχια. Ακούστηκε ένα τελευταίο ουρλιαχτό και μετά σιωπή. Είμασταν ασφαλείς.
Άρχισε να ξημερώνει.
cir Admin

Κοινωνιολόγος, marketeer, και διάφορα άλλα. Φτιάχνω μικρές ιστορίες και άρθρα based on 100% true events ή κάπου εκεί.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου